Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀντεπαφίημι
ἀντέπειμι
ἀντεπεξάγω
ἀντεπέξειμι
ἀντεπεξελαύνω
ἀντεπεξέρχομαι
ἀντεπηχέω
ἀντεπιβουλεύω
ἀντεπιγράφω
ἀντεπιδείκνυμι
ἀντεπιθυμέω
ἀντεπικουρέω
ἀντεπιμελέομαι
ἀντεπιστέλλω
ἀντεπιστρατεύω
ἀντεπιτάσσω
ἀντεπιτειχίζω
ἀντεπιτίθημι
ἀντεπιχειρέω
ἀντέραμαι
ἀντερανίζω
View word page
ἀντεπιθυμέω
ἀντεπιθυμέω to desire a thing in rivalry with another, c. gen. rei, Andoc.:—Pass., ἀντεπιθυμεῖσθαι τῆς ξυνουσίας to have oneʼs company desired in turn, Xen.

ShortDef

to desire a thing in rivalry with

Debugging

Headword:
ἀντεπιθυμέω
Headword (normalized):
ἀντεπιθυμέω
Headword (normalized/stripped):
αντεπιθυμεω
IDX:
3114
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3115
Key:
a)ntepiqume/w

Data

{'content': 'ἀντεπιθυμέω\n to desire a thing in rivalry with another, c. gen. rei, Andoc.:—Pass., ἀντεπιθυμεῖσθαι τῆς ξυνουσίας to have oneʼs company desired in turn, Xen.', 'key': 'a)ntepiqume/w'}