Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνανάκειμαι
συνανακεράννυμαι
συναναλίσκω
συναναμείγνυμι
συναναπαύομαι
συναναπείθω
συναναπέμπω
συναναπλέκω
συναναπράσσω
συναναρριπτέω
συνανασκάπτω
συνανασπάω
συνανάσσω
συναναστρέφω
συνανατήκω
συνανατίθημι
συνανατολή
συνανατρέχω
συναναφθέγγομαι
συναναφύρω
συναναχρέμπτομαι
View word page
συνανασκάπτω
συνανασκάπτω fut. ψω to dig up besides, Strab.

ShortDef

to dig up besides

Debugging

Headword:
συνανασκάπτω
Headword (normalized):
συνανασκάπτω
Headword (normalized/stripped):
συνανασκαπτω
IDX:
31109
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31144
Key:
sunanaska/ptw

Data

{'content': 'συνανασκάπτω\n fut. ψω\n to dig up besides, Strab.', 'key': 'sunanaska/ptw'}