Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συναναιρέω
συνανάκειμαι
συνανακεράννυμαι
συναναλίσκω
συναναμείγνυμι
συναναπαύομαι
συναναπείθω
συναναπέμπω
συναναπλέκω
συναναπράσσω
συναναρριπτέω
συνανασκάπτω
συνανασπάω
συνανάσσω
συναναστρέφω
συνανατήκω
συνανατίθημι
συνανατολή
συνανατρέχω
συναναφθέγγομαι
συναναφύρω
View word page
συναναρριπτέω
συναναρριπτέω to throw up together, Luc.
ShortDef
to throw up together
Debugging
Headword:
συναναρριπτέω
Headword (normalized):
συναναρριπτέω
Headword (normalized/stripped):
συναναρριπτεω
IDX:
31108
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31143
Key:
sunanarripte/w
Data
{'content': 'συναναρριπτέω\n to throw up together, Luc.', 'key': 'sunanarripte/w'}