Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συναναγράφω
συνανάγω
συναναδίδωμι
συναναζεύγνυμι
συναναιρέω
συνανάκειμαι
συνανακεράννυμαι
συναναλίσκω
συναναμείγνυμι
συναναπαύομαι
συναναπείθω
συναναπέμπω
συναναπλέκω
συναναπράσσω
συναναρριπτέω
συνανασκάπτω
συνανασπάω
συνανάσσω
συναναστρέφω
συνανατήκω
συνανατίθημι
View word page
συναναπείθω
συναναπείθω fut. σω to assist in persuading, τινὰ ποιεῖν τι Thuc., etc.
ShortDef
to assist in persuading
Debugging
Headword:
συναναπείθω
Headword (normalized):
συναναπείθω
Headword (normalized/stripped):
συναναπειθω
IDX:
31104
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31139
Key:
sunanapei/qw
Data
{'content': 'συναναπείθω\n fut. σω\n to assist in persuading, τινὰ ποιεῖν τι Thuc., etc.', 'key': 'sunanapei/qw'}