Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συναναγκάζω
συναναγράφω
συνανάγω
συναναδίδωμι
συναναζεύγνυμι
συναναιρέω
συνανάκειμαι
συνανακεράννυμαι
συναναλίσκω
συναναμείγνυμι
συναναπαύομαι
συναναπείθω
συναναπέμπω
συναναπλέκω
συναναπράσσω
συναναρριπτέω
συνανασκάπτω
συνανασπάω
συνανάσσω
συναναστρέφω
συνανατήκω
View word page
συναναπαύομαι
συναναπαύομαι Pass. to take rest with others, NTest.
ShortDef
to take rest with others
Debugging
Headword:
συναναπαύομαι
Headword (normalized):
συναναπαύομαι
Headword (normalized/stripped):
συναναπαυομαι
IDX:
31103
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31138
Key:
sunanapau/omai
Data
{'content': 'συναναπαύομαι\n Pass. to take rest with others, NTest.', 'key': 'sunanapau/omai'}