Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συναναβοάω
συναναγκάζω
συναναγράφω
συνανάγω
συναναδίδωμι
συναναζεύγνυμι
συναναιρέω
συνανάκειμαι
συνανακεράννυμαι
συναναλίσκω
συναναμείγνυμι
συναναπαύομαι
συναναπείθω
συναναπέμπω
συναναπλέκω
συναναπράσσω
συναναρριπτέω
συνανασκάπτω
συνανασπάω
συνανάσσω
συναναστρέφω
View word page
συναναμείγνυμι
συναναμείγνυμι fut. -μείξω to mix up together: Pass. to be associated with others, c. dat., Luc.
ShortDef
mix up together
Debugging
Headword:
συναναμείγνυμι
Headword (normalized):
συναναμείγνυμι
Headword (normalized/stripped):
συναναμειγνυμι
IDX:
31102
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31137
Key:
sunanami/gnumi
Data
{'content': 'συναναμείγνυμι\n fut. -μείξω\n to mix up together: Pass. to be associated with others, c. dat., Luc.', 'key': 'sunanami/gnumi'}