Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συναναβαίνω
συναναβοάω
συναναγκάζω
συναναγράφω
συνανάγω
συναναδίδωμι
συναναζεύγνυμι
συναναιρέω
συνανάκειμαι
συνανακεράννυμαι
συναναλίσκω
συναναμείγνυμι
συναναπαύομαι
συναναπείθω
συναναπέμπω
συναναπλέκω
συναναπράσσω
συναναρριπτέω
συνανασκάπτω
συνανασπάω
συνανάσσω
View word page
συναναλίσκω
συναναλίσκω fut. -ανᾱλώσω to expend together or in company, Dem. to help by spending money, Xen.
ShortDef
to expend together
Debugging
Headword:
συναναλίσκω
Headword (normalized):
συναναλίσκω
Headword (normalized/stripped):
συναναλισκω
IDX:
31101
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31136
Key:
sunanali/skw
Data
{'content': 'συναναλίσκω\n fut. -ανᾱλώσω\n to expend together or in company, Dem.\n to help by spending money, Xen.', 'key': 'sunanali/skw'}