Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συναμπέχω
συναμφότεροι
συνάμφω
συναναβαίνω
συναναβοάω
συναναγκάζω
συναναγράφω
συνανάγω
συναναδίδωμι
συναναζεύγνυμι
συναναιρέω
συνανάκειμαι
συνανακεράννυμαι
συναναλίσκω
συναναμείγνυμι
συναναπαύομαι
συναναπείθω
συναναπέμπω
συναναπλέκω
συναναπράσσω
συναναρριπτέω
View word page
συναναιρέω
συναναιρέω fut. -ήσω aor2 -ανεῖλον to destroy together with, τινά τινι Polyb. to destroy altogether or utterly, Isocr.:—Pass., Thuc. to give the same answer, Plat.

ShortDef

to destroy together with

Debugging

Headword:
συναναιρέω
Headword (normalized):
συναναιρέω
Headword (normalized/stripped):
συναναιρεω
IDX:
31098
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31133
Key:
sunanaire/w

Data

{'content': 'συναναιρέω\n fut. -ήσω\n aor2 -ανεῖλον\n to destroy together with, τινά τινι Polyb.\n to destroy altogether or utterly, Isocr.:—Pass., Thuc.\n to give the same answer, Plat.', 'key': 'sunanaire/w'}