Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συναλύω
συνάμα
συναμιλλάομαι
συναμπέχω
συναμφότεροι
συνάμφω
συναναβαίνω
συναναβοάω
συναναγκάζω
συναναγράφω
συνανάγω
συναναδίδωμι
συναναζεύγνυμι
συναναιρέω
συνανάκειμαι
συνανακεράννυμαι
συναναλίσκω
συναναμείγνυμι
συναναπαύομαι
συναναπείθω
συναναπέμπω
View word page
συνανάγω
συνανάγω fut. ξω to carry back together:—Pass. to retire together, Polyb. Pass. also, to go to sea together, Dem.
ShortDef
to carry back together
Debugging
Headword:
συνανάγω
Headword (normalized):
συνανάγω
Headword (normalized/stripped):
συναναγω
IDX:
31095
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31130
Key:
sunana/gw
Data
{'content': 'συνανάγω\n fut. ξω\n to carry back together:—Pass. to retire together, Polyb.\n Pass. also, to go to sea together, Dem.', 'key': 'sunana/gw'}