Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνάλλομαι
συναλοάω
συναλύω
συνάμα
συναμιλλάομαι
συναμπέχω
συναμφότεροι
συνάμφω
συναναβαίνω
συναναβοάω
συναναγκάζω
συναναγράφω
συνανάγω
συναναδίδωμι
συναναζεύγνυμι
συναναιρέω
συνανάκειμαι
συνανακεράννυμαι
συναναλίσκω
συναναμείγνυμι
συναναπαύομαι
View word page
συναναγκάζω
συναναγκάζω fut. σω to join or assist in compelling, Isocr., Dem.:—Pass. to be compelled at the same time, Dem. to execute by force also, Isocr.:— Pass., ὅρκοι συνηναγκασμένοι extorted oaths, Eur.

ShortDef

to join in compelling

Debugging

Headword:
συναναγκάζω
Headword (normalized):
συναναγκάζω
Headword (normalized/stripped):
συναναγκαζω
IDX:
31093
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31128
Key:
sunanagka/zw

Data

{'content': 'συναναγκάζω\n fut. σω\n to join or assist in compelling, Isocr., Dem.:—Pass. to be compelled at the same time, Dem.\n to execute by force also, Isocr.:— Pass., ὅρκοι συνηναγκασμένοι extorted oaths, Eur.', 'key': 'sunanagka/zw'}