Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνάλλαξις
συναλλάσσω
συνάλλομαι
συναλοάω
συναλύω
συνάμα
συναμιλλάομαι
συναμπέχω
συναμφότεροι
συνάμφω
συναναβαίνω
συναναβοάω
συναναγκάζω
συναναγράφω
συνανάγω
συναναδίδωμι
συναναζεύγνυμι
συναναιρέω
συνανάκειμαι
συνανακεράννυμαι
συναναλίσκω
View word page
συναναβαίνω
συναναβαίνω to go up with or together into central Asia, Hdt., Xen.; τινί with one, Xen.
ShortDef
to go up with
Debugging
Headword:
συναναβαίνω
Headword (normalized):
συναναβαίνω
Headword (normalized/stripped):
συναναβαινω
IDX:
31091
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31126
Key:
sunanabai/nw
Data
{'content': 'συναναβαίνω\n to go up with or together into central Asia, Hdt., Xen.; τινί with one, Xen.', 'key': 'sunanabai/nw'}