Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συναλλαγή
συνάλλαγμα
συνάλλαξις
συναλλάσσω
συνάλλομαι
συναλοάω
συναλύω
συνάμα
συναμιλλάομαι
συναμπέχω
συναμφότεροι
συνάμφω
συναναβαίνω
συναναβοάω
συναναγκάζω
συναναγράφω
συνανάγω
συναναδίδωμι
συναναζεύγνυμι
συναναιρέω
συνανάκειμαι
View word page
συναμφότεροι
συναμφότεροι συν-αμφότεροι, αι, α, both together, Theogn., Hdt., Attic:—sg. in collective sense, τὸ ξ. συναμφότεροι, Plat.; τοῦτο συναμφότερον this united power, Dem.
ShortDef
both together
Debugging
Headword:
συναμφότεροι
Headword (normalized):
συναμφότεροι
Headword (normalized/stripped):
συναμφοτεροι
IDX:
31089
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31124
Key:
sunamfo/teroi
Data
{'content': 'συναμφότεροι\n συν-αμφότεροι, αι, α,\n both together, Theogn., Hdt., Attic:—sg. in collective sense, τὸ ξ. συναμφότεροι, Plat.; τοῦτο συναμφότερον this united power, Dem.', 'key': 'sunamfo/teroi'}