Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συναλίζω
συναλλαγή
συνάλλαγμα
συνάλλαξις
συναλλάσσω
συνάλλομαι
συναλοάω
συναλύω
συνάμα
συναμιλλάομαι
συναμπέχω
συναμφότεροι
συνάμφω
συναναβαίνω
συναναβοάω
συναναγκάζω
συναναγράφω
συνανάγω
συναναδίδωμι
συναναζεύγνυμι
συναναιρέω
View word page
συναμπέχω
συναμπέχω συναμπίσχω to cover up closely, to wrap up, Aesch.:—Mid., τί συναμπίσχει κόρας; why dost veil thine eyes? Eur.

ShortDef

to cover up closely, to wrap up

Debugging

Headword:
συναμπέχω
Headword (normalized):
συναμπέχω
Headword (normalized/stripped):
συναμπεχω
IDX:
31088
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31123
Key:
sunampe/xw

Data

{'content': 'συναμπέχω\n συναμπίσχω\n to cover up closely, to wrap up, Aesch.:—Mid., τί συναμπίσχει κόρας; why dost veil thine eyes? Eur.', 'key': 'sunampe/xw'}