Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συναλείφω
συναλίζω
συναλλαγή
συνάλλαγμα
συνάλλαξις
συναλλάσσω
συνάλλομαι
συναλοάω
συναλύω
συνάμα
συναμιλλάομαι
συναμπέχω
συναμφότεροι
συνάμφω
συναναβαίνω
συναναβοάω
συναναγκάζω
συναναγράφω
συνανάγω
συναναδίδωμι
συναναζεύγνυμι
View word page
συναμιλλάομαι
συναμιλλάομαι fut. ήσομαι Dep. to contend or struggle together, Eur.

ShortDef

to contend

Debugging

Headword:
συναμιλλάομαι
Headword (normalized):
συναμιλλάομαι
Headword (normalized/stripped):
συναμιλλαομαι
IDX:
31087
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31122
Key:
sunamilla/omai

Data

{'content': 'συναμιλλάομαι\n fut. ήσομαι\n Dep. to contend or struggle together, Eur.', 'key': 'sunamilla/omai'}