Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συναλγηδών
συναλείφω
συναλίζω
συναλλαγή
συνάλλαγμα
συνάλλαξις
συναλλάσσω
συνάλλομαι
συναλοάω
συναλύω
συνάμα
συναμιλλάομαι
συναμπέχω
συναμφότεροι
συνάμφω
συναναβαίνω
συναναβοάω
συναναγκάζω
συναναγράφω
συνανάγω
συναναδίδωμι
View word page
συνάμα
συνάμα adverb for σὺν ἅμα together, Anth., Luc.; τινί with one, Theocr.

ShortDef

together

Debugging

Headword:
συνάμα
Headword (normalized):
συνάμα
Headword (normalized/stripped):
συναμα
IDX:
31086
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31121
Key:
suna/ma

Data

{'content': 'συνάμα\n adverb for σὺν ἅμα\n together, Anth., Luc.; τινί with one, Theocr.', 'key': 'suna/ma'}