Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συναλγέω
συναλγηδών
συναλείφω
συναλίζω
συναλλαγή
συνάλλαγμα
συνάλλαξις
συναλλάσσω
συνάλλομαι
συναλοάω
συναλύω
συνάμα
συναμιλλάομαι
συναμπέχω
συναμφότεροι
συνάμφω
συναναβαίνω
συναναβοάω
συναναγκάζω
συναναγράφω
συνανάγω
View word page
συναλύω
συναλύω to wander about with another, c. dat., Plut.
ShortDef
to wander about with
Debugging
Headword:
συναλύω
Headword (normalized):
συναλύω
Headword (normalized/stripped):
συναλυω
IDX:
31085
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31120
Key:
sunalu/w
Data
{'content': 'συναλύω\n to wander about with another, c. dat., Plut.', 'key': 'sunalu/w'}