Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συναλαλάζω
συναλγέω
συναλγηδών
συναλείφω
συναλίζω
συναλλαγή
συνάλλαγμα
συνάλλαξις
συναλλάσσω
συνάλλομαι
συναλοάω
συναλύω
συνάμα
συναμιλλάομαι
συναμπέχω
συναμφότεροι
συνάμφω
συναναβαίνω
συναναβοάω
συναναγκάζω
συναναγράφω
View word page
συναλοάω
συναλοάω aor1 -ηλοίησα to thresh out together, to grind to powder, crush, shiver, Theocr.
ShortDef
to thresh out together, to grind to powder, crush, shiver
Debugging
Headword:
συναλοάω
Headword (normalized):
συναλοάω
Headword (normalized/stripped):
συναλοαω
IDX:
31084
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31119
Key:
sunaloa/w
Data
{'content': 'συναλοάω\n aor1 -ηλοίησα\n to thresh out together, to grind to powder, crush, shiver, Theocr.', 'key': 'sunaloa/w'}