Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνακούω
συνακροάομαι
συνακτέος
συνακτικός
συναλαλάζω
συναλγέω
συναλγηδών
συναλείφω
συναλίζω
συναλλαγή
συνάλλαγμα
συνάλλαξις
συναλλάσσω
συνάλλομαι
συναλοάω
συναλύω
συνάμα
συναμιλλάομαι
συναμπέχω
συναμφότεροι
συνάμφω
View word page
συνάλλαγμα
συνάλλαγμα συνάλλαγμα, ατος, τό, from συναλλάσσω a mutual agreement, covenant, contract, Dem., etc.: in pl. dealings between men, Arist.
ShortDef
a mutual agreement, covenant, contract
Debugging
Headword:
συνάλλαγμα
Headword (normalized):
συνάλλαγμα
Headword (normalized/stripped):
συναλλαγμα
IDX:
31080
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31115
Key:
suna/llagma
Data
{'content': 'συνάλλαγμα\n συνάλλαγμα, ατος, τό,\n from συναλλάσσω\n a mutual agreement, covenant, contract, Dem., etc.: in pl. dealings between men, Arist.', 'key': 'suna/llagma'}