Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνακολουθέω
συνακοντίζω
συνακούω
συνακροάομαι
συνακτέος
συνακτικός
συναλαλάζω
συναλγέω
συναλγηδών
συναλείφω
συναλίζω
συναλλαγή
συνάλλαγμα
συνάλλαξις
συναλλάσσω
συνάλλομαι
συναλοάω
συναλύω
συνάμα
συναμιλλάομαι
συναμπέχω
View word page
συναλίζω
συναλίζω aor2 συνήλισα to bring together, collect, Hdt.:—Pass. to come together, assemble, Hdt., Xen., etc.; of a single person, to associate with others, NTest.

ShortDef

to bring together, collect
eat salt with, eat at the same table with

Debugging

Headword:
συναλίζω
Headword (normalized):
συναλίζω
Headword (normalized/stripped):
συναλιζω
IDX:
31078
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31113
Key:
sunali/zw

Data

{'content': 'συναλίζω\n aor2 συνήλισα\n to bring together, collect, Hdt.:—Pass. to come together, assemble, Hdt., Xen., etc.; of a single person, to associate with others, NTest.', 'key': 'sunali/zw'}