Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνακολασταίνω
συνακολουθέω
συνακοντίζω
συνακούω
συνακροάομαι
συνακτέος
συνακτικός
συναλαλάζω
συναλγέω
συναλγηδών
συναλείφω
συναλίζω
συναλλαγή
συνάλλαγμα
συνάλλαξις
συναλλάσσω
συνάλλομαι
συναλοάω
συναλύω
συνάμα
συναμιλλάομαι
View word page
συναλείφω
συναλείφω fut. ψω to smear or gloss over, Arist.

ShortDef

to smear

Debugging

Headword:
συναλείφω
Headword (normalized):
συναλείφω
Headword (normalized/stripped):
συναλειφω
IDX:
31077
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31112
Key:
sunalei/fw

Data

{'content': 'συναλείφω\n fut. ψω\n to smear or gloss over, Arist.', 'key': 'sunalei/fw'}