Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συναιωρέομαι
συνακμάζω
συνακολασταίνω
συνακολουθέω
συνακοντίζω
συνακούω
συνακροάομαι
συνακτέος
συνακτικός
συναλαλάζω
συναλγέω
συναλγηδών
συναλείφω
συναλίζω
συναλλαγή
συνάλλαγμα
συνάλλαξις
συναλλάσσω
συνάλλομαι
συναλοάω
συναλύω
View word page
συναλγέω
συναλγέω fut. ήσω to share in suffering, sympathise, Soph.:—absol., οἱ ξυναλγοῦντες those who are partners in sorrow, Soph. c. dat. rei, to sympathise, shew sympathy at or in, Aesch., Eur.

ShortDef

to share in suffering, sympathise

Debugging

Headword:
συναλγέω
Headword (normalized):
συναλγέω
Headword (normalized/stripped):
συναλγεω
IDX:
31075
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31110
Key:
sunalge/w

Data

{'content': 'συναλγέω\n fut. ήσω\n to share in suffering, sympathise, Soph.:—absol., οἱ ξυναλγοῦντες those who are partners in sorrow, Soph.\n c. dat. rei, to sympathise, shew sympathy at or in, Aesch., Eur.', 'key': 'sunalge/w'}