Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συναιχμάλωτος
συναιωρέομαι
συνακμάζω
συνακολασταίνω
συνακολουθέω
συνακοντίζω
συνακούω
συνακροάομαι
συνακτέος
συνακτικός
συναλαλάζω
συναλγέω
συναλγηδών
συναλείφω
συναλίζω
συναλλαγή
συνάλλαγμα
συνάλλαξις
συναλλάσσω
συνάλλομαι
συναλοάω
View word page
συναλαλάζω
συναλαλάζω to cry aloud together, Polyb. c. acc. to greet aloud, Eur.

ShortDef

to cry aloud together

Debugging

Headword:
συναλαλάζω
Headword (normalized):
συναλαλάζω
Headword (normalized/stripped):
συναλαλαζω
IDX:
31074
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31109
Key:
sunalala/zw

Data

{'content': 'συναλαλάζω\n to cry aloud together, Polyb.\n c. acc. to greet aloud, Eur.', 'key': 'sunalala/zw'}