Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συναιχμάζω
συναιχμάλωτος
συναιωρέομαι
συνακμάζω
συνακολασταίνω
συνακολουθέω
συνακοντίζω
συνακούω
συνακροάομαι
συνακτέος
συνακτικός
συναλαλάζω
συναλγέω
συναλγηδών
συναλείφω
συναλίζω
συναλλαγή
συνάλλαγμα
συνάλλαξις
συναλλάσσω
συνάλλομαι
View word page
συνακτικός
συνακτικός συνακτικός, ή, όν able to bring together, τὸ σ. power of accumulation in oratory, Luc.
ShortDef
able to bring together
Debugging
Headword:
συνακτικός
Headword (normalized):
συνακτικός
Headword (normalized/stripped):
συνακτικος
IDX:
31073
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31108
Key:
sunaktiko/s
Data
{'content': 'συνακτικός\n συνακτικός, ή, όν\n able to bring together, τὸ σ. power of accumulation in oratory, Luc.', 'key': 'sunaktiko/s'}