Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συναίτιος
συναιχμάζω
συναιχμάλωτος
συναιωρέομαι
συνακμάζω
συνακολασταίνω
συνακολουθέω
συνακοντίζω
συνακούω
συνακροάομαι
συνακτέος
συνακτικός
συναλαλάζω
συναλγέω
συναλγηδών
συναλείφω
συναλίζω
συναλλαγή
συνάλλαγμα
συνάλλαξις
συναλλάσσω
View word page
συνακτέος
συνακτέος συνακτέος, ον, verb. adj. of συνάγω one must bring together, Plat. one must conclude, Arist.

ShortDef

one must bring together

Debugging

Headword:
συνακτέος
Headword (normalized):
συνακτέος
Headword (normalized/stripped):
συνακτεος
IDX:
31072
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31107
Key:
sunakte/os

Data

{'content': 'συνακτέος\n συνακτέος, ον,\n verb. adj. of συνάγω\n one must bring together, Plat.\n one must conclude, Arist.', 'key': 'sunakte/os'}