Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συναιτιάομαι
συναίτιος
συναιχμάζω
συναιχμάλωτος
συναιωρέομαι
συνακμάζω
συνακολασταίνω
συνακολουθέω
συνακοντίζω
συνακούω
συνακροάομαι
συνακτέος
συνακτικός
συναλαλάζω
συναλγέω
συναλγηδών
συναλείφω
συναλίζω
συναλλαγή
συνάλλαγμα
συνάλλαξις
View word page
συνακροάομαι
συνακροάομαι fut. άσομαι Dep. to be a fellow-hearer, Plat.
ShortDef
to be a fellow-hearer
Debugging
Headword:
συνακροάομαι
Headword (normalized):
συνακροάομαι
Headword (normalized/stripped):
συνακροαομαι
IDX:
31071
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31106
Key:
sunakroa/omai
Data
{'content': 'συνακροάομαι\n fut. άσομαι\n Dep. to be a fellow-hearer, Plat.', 'key': 'sunakroa/omai'}