Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συναισθάνομαι
συναιτιάομαι
συναίτιος
συναιχμάζω
συναιχμάλωτος
συναιωρέομαι
συνακμάζω
συνακολασταίνω
συνακολουθέω
συνακοντίζω
συνακούω
συνακροάομαι
συνακτέος
συνακτικός
συναλαλάζω
συναλγέω
συναλγηδών
συναλείφω
συναλίζω
συναλλαγή
συνάλλαγμα
View word page
συνακούω
συνακούω fut. ούσομαι to hear along with or at the same time, Xen.; σ. ἀλλήλων to hear each other, Xen.

ShortDef

to hear along with

Debugging

Headword:
συνακούω
Headword (normalized):
συνακούω
Headword (normalized/stripped):
συνακουω
IDX:
31070
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31105
Key:
sunakou/w

Data

{'content': 'συνακούω\n fut. ούσομαι\n to hear along with or at the same time, Xen.; σ. ἀλλήλων to hear each other, Xen.', 'key': 'sunakou/w'}