Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συναιρέω
συναίρω
συναισθάνομαι
συναιτιάομαι
συναίτιος
συναιχμάζω
συναιχμάλωτος
συναιωρέομαι
συνακμάζω
συνακολασταίνω
συνακολουθέω
συνακοντίζω
συνακούω
συνακροάομαι
συνακτέος
συνακτικός
συναλαλάζω
συναλγέω
συναλγηδών
συναλείφω
συναλίζω
View word page
συνακολουθέω
συνακολουθέω fut. ήσω to follow closely, to accompany, τινί Ar., Thuc. σ. λόγῳ to follow an argument completely, Plat.
ShortDef
to follow closely, to accompany
Debugging
Headword:
συνακολουθέω
Headword (normalized):
συνακολουθέω
Headword (normalized/stripped):
συνακολουθεω
IDX:
31068
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31103
Key:
sunakolouqe/w
Data
{'content': 'συνακολουθέω\n fut. ήσω\n to follow closely, to accompany, τινί Ar., Thuc.\n σ. λόγῳ to follow an argument completely, Plat.', 'key': 'sunakolouqe/w'}