Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συναίνυμαι
συναιρέω
συναίρω
συναισθάνομαι
συναιτιάομαι
συναίτιος
συναιχμάζω
συναιχμάλωτος
συναιωρέομαι
συνακμάζω
συνακολασταίνω
συνακολουθέω
συνακοντίζω
συνακούω
συνακροάομαι
συνακτέος
συνακτικός
συναλαλάζω
συναλγέω
συναλγηδών
συναλείφω
View word page
συνακολασταίνω
συνακολασταίνω to live dissolutely with another, Plut.

ShortDef

to live dissolutely with

Debugging

Headword:
συνακολασταίνω
Headword (normalized):
συνακολασταίνω
Headword (normalized/stripped):
συνακολασταινω
IDX:
31067
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31102
Key:
sunakolastai/nw

Data

{'content': 'συνακολασταίνω\n to live dissolutely with another, Plut.', 'key': 'sunakolastai/nw'}