Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σύναιμος
συναινέω
συναίνυμαι
συναιρέω
συναίρω
συναισθάνομαι
συναιτιάομαι
συναίτιος
συναιχμάζω
συναιχμάλωτος
συναιωρέομαι
συνακμάζω
συνακολασταίνω
συνακολουθέω
συνακοντίζω
συνακούω
συνακροάομαι
συνακτέος
συνακτικός
συναλαλάζω
συναλγέω
View word page
συναιωρέομαι
συναιωρέομαι Pass. to be held suspended together with, c. dat., Plat.

ShortDef

to be held suspended together with

Debugging

Headword:
συναιωρέομαι
Headword (normalized):
συναιωρέομαι
Headword (normalized/stripped):
συναιωρεομαι
IDX:
31065
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31100
Key:
sunaiwre/omai

Data

{'content': 'συναιωρέομαι\n Pass. to be held suspended together with, c. dat., Plat.', 'key': 'sunaiwre/omai'}