Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συναΐγδην
σύναιμος
συναινέω
συναίνυμαι
συναιρέω
συναίρω
συναισθάνομαι
συναιτιάομαι
συναίτιος
συναιχμάζω
συναιχμάλωτος
συναιωρέομαι
συνακμάζω
συνακολασταίνω
συνακολουθέω
συνακοντίζω
συνακούω
συνακροάομαι
συνακτέος
συνακτικός
συναλαλάζω
View word page
συναιχμάλωτος
συναιχμάλωτος συν-αιχμάλωτος, ον, a fellow-prisoner, NTest.
ShortDef
a fellow-prisoner
Debugging
Headword:
συναιχμάλωτος
Headword (normalized):
συναιχμάλωτος
Headword (normalized/stripped):
συναιχμαλωτος
IDX:
31064
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31099
Key:
sunaixma/lwtos
Data
{'content': 'συναιχμάλωτος\n συν-αιχμάλωτος, ον,\n a fellow-prisoner, NTest.', 'key': 'sunaixma/lwtos'}