Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συναθύρω
συναΐγδην
σύναιμος
συναινέω
συναίνυμαι
συναιρέω
συναίρω
συναισθάνομαι
συναιτιάομαι
συναίτιος
συναιχμάζω
συναιχμάλωτος
συναιωρέομαι
συνακμάζω
συνακολασταίνω
συνακολουθέω
συνακοντίζω
συνακούω
συνακροάομαι
συνακτέος
συνακτικός
View word page
συναιχμάζω
συναιχμάζω fut. σω to fight with or together, Anth.

ShortDef

to fight with

Debugging

Headword:
συναιχμάζω
Headword (normalized):
συναιχμάζω
Headword (normalized/stripped):
συναιχμαζω
IDX:
31063
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31098
Key:
sunaixma/zw

Data

{'content': 'συναιχμάζω\n fut. σω\n to fight with or together, Anth.', 'key': 'sunaixma/zw'}