Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνάδελφος
συναδικέω
συνᾴδω
συναείδω
συναείρω
συναθλέω
συναθροίζω
συναθροισμός
συναθύρω
συναΐγδην
σύναιμος
συναινέω
συναίνυμαι
συναιρέω
συναίρω
συναισθάνομαι
συναιτιάομαι
συναίτιος
συναιχμάζω
συναιχμάλωτος
συναιωρέομαι
View word page
σύναιμος
σύναιμος σύν-αιμος, ον, αἷμα of common blood, kindred, Soph., Eur. as Subst. a kinsman, kinswoman, esp. a brother, sister, Soph. Ζεὺς ξ. as presiding over kindred, Soph.; νεῖκος ξ. strife between kinsmen, Soph.

ShortDef

of common blood, kindred

Debugging

Headword:
σύναιμος
Headword (normalized):
σύναιμος
Headword (normalized/stripped):
συναιμος
IDX:
31055
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31090
Key:
su/naimos

Data

{'content': 'σύναιμος\n σύν-αιμος, ον,\n αἷμα\n of common blood, kindred, Soph., Eur.\n as Subst. a kinsman, kinswoman, esp. a brother, sister, Soph.\n Ζεὺς ξ. as presiding over kindred, Soph.; νεῖκος ξ. strife between kinsmen, Soph.', 'key': 'su/naimos'}