Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συναγωνιάω
συναγωνίζομαι
συναγωνιστής
συνάδελφος
συναδικέω
συνᾴδω
συναείδω
συναείρω
συναθλέω
συναθροίζω
συναθροισμός
συναθύρω
συναΐγδην
σύναιμος
συναινέω
συναίνυμαι
συναιρέω
συναίρω
συναισθάνομαι
συναιτιάομαι
συναίτιος
View word page
συναθροισμός
συναθροισμός συναθροισμός, οῦ, ὁ, a collection, union, Babr.

ShortDef

a collection, union

Debugging

Headword:
συναθροισμός
Headword (normalized):
συναθροισμός
Headword (normalized/stripped):
συναθροισμος
IDX:
31052
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31087
Key:
sunaqroismo/s

Data

{'content': 'συναθροισμός\n συναθροισμός, οῦ, ὁ,\n a collection, union, Babr.', 'key': 'sunaqroismo/s'}