Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συναγωγή
συναγωγός
συναγωνιάω
συναγωνίζομαι
συναγωνιστής
συνάδελφος
συναδικέω
συνᾴδω
συναείδω
συναείρω
συναθλέω
συναθροίζω
συναθροισμός
συναθύρω
συναΐγδην
σύναιμος
συναινέω
συναίνυμαι
συναιρέω
συναίρω
συναισθάνομαι
View word page
συναθλέω
συναθλέω fut. ήσω to strive together, τινί for a thing, NTest. to strive or labour with others, τισί NTest.

ShortDef

to strive together

Debugging

Headword:
συναθλέω
Headword (normalized):
συναθλέω
Headword (normalized/stripped):
συναθλεω
IDX:
31050
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31085
Key:
sunaqle/w

Data

{'content': 'συναθλέω\n fut. ήσω\n to strive together, τινί for a thing, NTest.\n to strive or labour with others, τισί NTest.', 'key': 'sunaqle/w'}