Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συναγωγεύς
συναγωγή
συναγωγός
συναγωνιάω
συναγωνίζομαι
συναγωνιστής
συνάδελφος
συναδικέω
συνᾴδω
συναείδω
συναείρω
συναθλέω
συναθροίζω
συναθροισμός
συναθύρω
συναΐγδην
σύναιμος
συναινέω
συναίνυμαι
συναιρέω
συναίρω
View word page
συναείρω
συναείρω aor1 -ήειρα = συναίρω to raise up together, Il. to bind or yoke together, Il.; —Mid., συναείρεται ἵππους Il.

ShortDef

to raise up together

Debugging

Headword:
συναείρω
Headword (normalized):
συναείρω
Headword (normalized/stripped):
συναειρω
IDX:
31049
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31084
Key:
sunaei/rw

Data

{'content': 'συναείρω\n aor1 -ήειρα\n = συναίρω\n to raise up together, Il.\n to bind or yoke together, Il.; —Mid., συναείρεται ἵππους Il.', 'key': 'sunaei/rw'}