Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνάγω
συναγωγεύς
συναγωγή
συναγωγός
συναγωνιάω
συναγωνίζομαι
συναγωνιστής
συνάδελφος
συναδικέω
συνᾴδω
συναείδω
συναείρω
συναθλέω
συναθροίζω
συναθροισμός
συναθύρω
συναΐγδην
σύναιμος
συναινέω
συναίνυμαι
συναιρέω
View word page
συναείδω
συναείδω poet. for συνᾴδω, Theocr.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
συναείδω
Headword (normalized):
συναείδω
Headword (normalized/stripped):
συναειδω
IDX:
31048
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31083
Key:
sunaei/dw
Data
{'content': 'συναείδω\n poet. for συνᾴδω, Theocr.', 'key': 'sunaei/dw'}