Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συναγορεύω
συναγρεύω
συνάγω
συναγωγεύς
συναγωγή
συναγωγός
συναγωνιάω
συναγωνίζομαι
συναγωνιστής
συνάδελφος
συναδικέω
συνᾴδω
συναείδω
συναείρω
συναθλέω
συναθροίζω
συναθροισμός
συναθύρω
συναΐγδην
σύναιμος
συναινέω
View word page
συναδικέω
συναδικέω fut. ήσω to join in wrong or injury, τινί with another, Thuc., Xen.; absol., Thuc., Xen.:— Pass. to be wronged alike, Dem.
ShortDef
to join in wrong
Debugging
Headword:
συναδικέω
Headword (normalized):
συναδικέω
Headword (normalized/stripped):
συναδικεω
IDX:
31046
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31081
Key:
sunadike/w
Data
{'content': 'συναδικέω\n fut. ήσω\n to join in wrong or injury, τινί with another, Thuc., Xen.; absol., Thuc., Xen.:— Pass. to be wronged alike, Dem.', 'key': 'sunadike/w'}