Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνάγκεια
συνάγνυμι
συναγορεύω
συναγρεύω
συνάγω
συναγωγεύς
συναγωγή
συναγωγός
συναγωνιάω
συναγωνίζομαι
συναγωνιστής
συνάδελφος
συναδικέω
συνᾴδω
συναείδω
συναείρω
συναθλέω
συναθροίζω
συναθροισμός
συναθύρω
συναΐγδην
View word page
συναγωνιστής
συναγωνιστής συν-ᾰγωνιστής, οῦ, ὁ, one who shares with another in a contest, a fellow-combatant, coadjutor, Plat., etc.; τινός for a thing, Aeschin., Dem.

ShortDef

one who shares with

Debugging

Headword:
συναγωνιστής
Headword (normalized):
συναγωνιστής
Headword (normalized/stripped):
συναγωνιστης
IDX:
31044
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31079
Key:
sunagwnisth/s

Data

{'content': 'συναγωνιστής\n συν-ᾰγωνιστής, οῦ, ὁ,\n one who shares with another in a contest, a fellow-combatant, coadjutor, Plat., etc.; τινός for a thing, Aeschin., Dem.', 'key': 'sunagwnisth/s'}