Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συναγείρω
συνάγκεια
συνάγνυμι
συναγορεύω
συναγρεύω
συνάγω
συναγωγεύς
συναγωγή
συναγωγός
συναγωνιάω
συναγωνίζομαι
συναγωνιστής
συνάδελφος
συναδικέω
συνᾴδω
συναείδω
συναείρω
συναθλέω
συναθροίζω
συναθροισμός
συναθύρω
View word page
συναγωνίζομαι
συναγωνίζομαι fut. Attic ιοῦμαι Dep. to contend along with, to share in a contest, τινι with one, Thuc., etc.:—generally, ξ. τινι to share in the fortunes of another, Thuc. to help, succour, τινι Dem. absol. to fight on the same side, Thuc.

ShortDef

to contend along with, to share in a contest

Debugging

Headword:
συναγωνίζομαι
Headword (normalized):
συναγωνίζομαι
Headword (normalized/stripped):
συναγωνιζομαι
IDX:
31043
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31078
Key:
sunagwni/zomai

Data

{'content': 'συναγωνίζομαι\n fut. Attic ιοῦμαι\n Dep.\n to contend along with, to share in a contest, τινι with one, Thuc., etc.:—generally, ξ. τινι to share in the fortunes of another, Thuc.\n to help, succour, τινι Dem.\n absol. to fight on the same side, Thuc.', 'key': 'sunagwni/zomai'}