Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνάγγελος
συναγγία
συναγείρω
συνάγκεια
συνάγνυμι
συναγορεύω
συναγρεύω
συνάγω
συναγωγεύς
συναγωγή
συναγωγός
συναγωνιάω
συναγωνίζομαι
συναγωνιστής
συνάδελφος
συναδικέω
συνᾴδω
συναείδω
συναείρω
συναθλέω
συναθροίζω
View word page
συναγωγός
συναγωγός συν-ᾰγωγός, όν bringing together, uniting, Plat.
ShortDef
bringing together, uniting
Debugging
Headword:
συναγωγός
Headword (normalized):
συναγωγός
Headword (normalized/stripped):
συναγωγος
IDX:
31041
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31076
Key:
sunagwgo/s
Data
{'content': 'συναγωγός\n συν-ᾰγωγός, όν\n bringing together, uniting, Plat.', 'key': 'sunagwgo/s'}