Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμψάω
συμψηφίζω
σύμψηφος
συμψοφέω
σύμψυχος
συνάγγελος
συναγγία
συναγείρω
συνάγκεια
συνάγνυμι
συναγορεύω
συναγρεύω
συνάγω
συναγωγεύς
συναγωγή
συναγωγός
συναγωνιάω
συναγωνίζομαι
συναγωνιστής
συνάδελφος
συναδικέω
View word page
συναγορεύω
συναγορεύω the fut. in use is συνερῶ aor2 συνεῖπον perf. συνείρηκα to join in advocating, advocate the same thing with, τί τινι Thuc., Xen. to join in advising another, τινί Lys. σ. τινί to speak with or in behalf of a person, support him, advocate his cause, Thuc.: so, c. dat. rei, σ. τινὸς σωτηρίᾳ Dem.

ShortDef

to join in advocating, advocate the same

Debugging

Headword:
συναγορεύω
Headword (normalized):
συναγορεύω
Headword (normalized/stripped):
συναγορευω
IDX:
31036
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31071
Key:
sunagoreu/w

Data

{'content': 'συναγορεύω\n the fut. in use is συνερῶ\n aor2 συνεῖπον\n perf. συνείρηκα\n to join in advocating, advocate the same thing with, τί τινι Thuc., Xen.\n to join in advising another, τινί Lys.\n σ. τινί to speak with or in behalf of a person, support him, advocate his cause, Thuc.: so, c. dat. rei, σ. τινὸς σωτηρίᾳ Dem.', 'key': 'sunagoreu/w'}