Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σύμφυλος
σύμφυρτος
συμφύρω
συμφυσάω
συμφυτεύω
σύμφυτος
συμφύω
συμφωνέω
συμφωνία
σύμφωνος
συμψαύω
συμψάω
συμψηφίζω
σύμψηφος
συμψοφέω
σύμψυχος
συνάγγελος
συναγγία
συναγείρω
συνάγκεια
συνάγνυμι
View word page
συμψαύω
συμψαύω fut. σω to touch one another, Xen.
ShortDef
to touch one another
Debugging
Headword:
συμψαύω
Headword (normalized):
συμψαύω
Headword (normalized/stripped):
συμψαυω
IDX:
31025
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31060
Key:
sumyau/w
Data
{'content': 'συμψαύω\n fut. σω\n to touch one another, Xen.', 'key': 'sumyau/w'}