Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συμφυλέτης
σύμφυλος
σύμφυρτος
συμφύρω
συμφυσάω
συμφυτεύω
σύμφυτος
συμφύω
συμφωνέω
συμφωνία
σύμφωνος
συμψαύω
συμψάω
συμψηφίζω
σύμψηφος
συμψοφέω
σύμψυχος
συνάγγελος
συναγγία
συναγείρω
συνάγκεια
View word page
σύμφωνος
σύμφωνος σύμ-φωνος, ον, φωνή agreeing in sound, in unison, Hhymn., Ar.: generally, echoing to cries, Soph. metaph. harmonious, friendly, Pind., Soph.; σ. τινι in harmony or agreement with, Plat.
ShortDef
agreeing in sound, in unison
Debugging
Headword:
σύμφωνος
Headword (normalized):
σύμφωνος
Headword (normalized/stripped):
συμφωνος
IDX:
31024
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31059
Key:
su/mfwnos
Data
{'content': 'σύμφωνος\n σύμ-φωνος, ον,\n φωνή\n agreeing in sound, in unison, Hhymn., Ar.: generally, echoing to cries, Soph.\n metaph. harmonious, friendly, Pind., Soph.; σ. τινι in harmony or agreement with, Plat.', 'key': 'su/mfwnos'}