Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμφροντίζω
σύμφρουρος
σύμφρων
συμφυγάς
συμφυής
συμφύλαξ
συμφυλάσσω
συμφυλέτης
σύμφυλος
σύμφυρτος
συμφύρω
συμφυσάω
συμφυτεύω
σύμφυτος
συμφύω
συμφωνέω
συμφωνία
σύμφωνος
συμψαύω
συμψάω
συμψηφίζω
View word page
συμφύρω
συμφύρω perf. pass. -πέφυρμαι to knead together: beat black and blue, Theocr.:—Pass., Eur.; ψυχὴ συμπέφυρται μετὰ τοῦ κακοῦ Plat.

ShortDef

to knead together: beat black and blue

Debugging

Headword:
συμφύρω
Headword (normalized):
συμφύρω
Headword (normalized/stripped):
συμφυρω
IDX:
31017
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31052
Key:
sumfu/rw

Data

{'content': 'συμφύρω\n perf. pass. -πέφυρμαι\n to knead together: beat black and blue, Theocr.:—Pass., Eur.; ψυχὴ συμπέφυρται μετὰ τοῦ κακοῦ Plat.', 'key': 'sumfu/rw'}