Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συμφρόνησις
συμφροντίζω
σύμφρουρος
σύμφρων
συμφυγάς
συμφυής
συμφύλαξ
συμφυλάσσω
συμφυλέτης
σύμφυλος
σύμφυρτος
συμφύρω
συμφυσάω
συμφυτεύω
σύμφυτος
συμφύω
συμφωνέω
συμφωνία
σύμφωνος
συμψαύω
συμψάω
View word page
σύμφυρτος
σύμφυρτος σύμφυρτος, ον, commingled, confounded, Eur. from συμφῡρω
ShortDef
commingled, confounded
Debugging
Headword:
σύμφυρτος
Headword (normalized):
σύμφυρτος
Headword (normalized/stripped):
συμφυρτος
IDX:
31016
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31051
Key:
su/mfurtos
Data
{'content': 'σύμφυρτος\n σύμφυρτος, ον,\n commingled, confounded, Eur.\n from συμφῡρω', 'key': 'su/mfurtos'}