Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμφρονέω
συμφρόνησις
συμφροντίζω
σύμφρουρος
σύμφρων
συμφυγάς
συμφυής
συμφύλαξ
συμφυλάσσω
συμφυλέτης
σύμφυλος
σύμφυρτος
συμφύρω
συμφυσάω
συμφυτεύω
σύμφυτος
συμφύω
συμφωνέω
συμφωνία
σύμφωνος
συμψαύω
View word page
σύμφυλος
σύμφυλος σύμ-φῡλος, ον, φῦλον of the same stock or race, οἱ σύμφυλοι his congeners, Babr.

ShortDef

of the same stock

Debugging

Headword:
σύμφυλος
Headword (normalized):
σύμφυλος
Headword (normalized/stripped):
συμφυλος
IDX:
31015
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31050
Key:
su/mfulos

Data

{'content': 'σύμφυλος\n σύμ-φῡλος, ον,\n φῦλον\n of the same stock or race, οἱ σύμφυλοι his congeners, Babr.', 'key': 'su/mfulos'}