Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συμφράζομαι
συμφράσσω
συμφρονέω
συμφρόνησις
συμφροντίζω
σύμφρουρος
σύμφρων
συμφυγάς
συμφυής
συμφύλαξ
συμφυλάσσω
συμφυλέτης
σύμφυλος
σύμφυρτος
συμφύρω
συμφυσάω
συμφυτεύω
σύμφυτος
συμφύω
συμφωνέω
συμφωνία
View word page
συμφυλάσσω
συμφυλάσσω fut. ξω to keep guard along with others, Hdt.: to guard with others, τι Xen.
ShortDef
to keep guard along with
Debugging
Headword:
συμφυλάσσω
Headword (normalized):
συμφυλάσσω
Headword (normalized/stripped):
συμφυλασσω
IDX:
31013
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31048
Key:
sumfula/ssw
Data
{'content': 'συμφυλάσσω\n fut. ξω\n to keep guard along with others, Hdt.: to guard with others, τι Xen.', 'key': 'sumfula/ssw'}