Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συμφράδμων
συμφράζομαι
συμφράσσω
συμφρονέω
συμφρόνησις
συμφροντίζω
σύμφρουρος
σύμφρων
συμφυγάς
συμφυής
συμφύλαξ
συμφυλάσσω
συμφυλέτης
σύμφυλος
σύμφυρτος
συμφύρω
συμφυσάω
συμφυτεύω
σύμφυτος
συμφύω
συμφωνέω
View word page
συμφύλαξ
συμφύλαξ σῠμ-φύλαξ, ακος, a fellow-watchman or guard, Thuc., Plat., Xen., etc.
ShortDef
a fellow-watchman
Debugging
Headword:
συμφύλαξ
Headword (normalized):
συμφύλαξ
Headword (normalized/stripped):
συμφυλαξ
IDX:
31012
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31047
Key:
sumfu/lac
Data
{'content': 'συμφύλαξ\n σῠμ-φύλαξ, ακος,\n a fellow-watchman or guard, Thuc., Plat., Xen., etc.', 'key': 'sumfu/lac'}