Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συμφορητός
σύμφορος
συμφράδμων
συμφράζομαι
συμφράσσω
συμφρονέω
συμφρόνησις
συμφροντίζω
σύμφρουρος
σύμφρων
συμφυγάς
συμφυής
συμφύλαξ
συμφυλάσσω
συμφυλέτης
σύμφυλος
σύμφυρτος
συμφύρω
συμφυσάω
συμφυτεύω
σύμφυτος
View word page
συμφυγάς
συμφυγάς συμ-φῠγάς, άδος, a fellow-exile, Eur., Thuc.
ShortDef
a fellow-exile
Debugging
Headword:
συμφυγάς
Headword (normalized):
συμφυγάς
Headword (normalized/stripped):
συμφυγας
IDX:
31010
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31045
Key:
sumfuga/s
Data
{'content': 'συμφυγάς\n συμ-φῠγάς, άδος,\n a fellow-exile, Eur., Thuc.', 'key': 'sumfuga/s'}