Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμφόρησις
συμφορητός
σύμφορος
συμφράδμων
συμφράζομαι
συμφράσσω
συμφρονέω
συμφρόνησις
συμφροντίζω
σύμφρουρος
σύμφρων
συμφυγάς
συμφυής
συμφύλαξ
συμφυλάσσω
συμφυλέτης
σύμφυλος
σύμφυρτος
συμφύρω
συμφυσάω
συμφυτεύω
View word page
σύμφρων
σύμφρων σύμ-φρων, ονος, ὁ, ἡ, φρήν of one mind, brotherly, Aesch.:— favouring, propitious, Aesch.

ShortDef

of one mind, brotherly

Debugging

Headword:
σύμφρων
Headword (normalized):
σύμφρων
Headword (normalized/stripped):
συμφρων
IDX:
31009
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31044
Key:
su/mfrwn

Data

{'content': 'σύμφρων\n σύμ-φρων, ονος, ὁ, ἡ,\n φρήν\n of one mind, brotherly, Aesch.:— favouring, propitious, Aesch.', 'key': 'su/mfrwn'}